- ρύμη
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου.
* * *η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.)2. στενή οδός, σοκάκινεοελλ.1. (μηχανολ.) η κινητική ενέργεια κινούμενου σώματος2. φρ. «στη ρύμη τού λόγου του» — κατά τη γρήγορη αλληλουχία τών φράσεών του, καθώς κυλούσε γοργά ο λόγος τουαρχ.1. η βίαιη επίθεση στρατιωτών, έφοδος2. ροπή3. το ρωμαϊκό στρατόπεδο4. ρωγμή, σχισμή5. φρ. α) «ἡ ῥύμη τῆς τύχης» — η μεταβολή τής τύχηςβ) «ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς» — η σφοδρότητα τής οργής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ.ῥῡ- τού ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μη (πρβλ. γνώ-μη, τι-μή)].
Dictionary of Greek. 2013.